→Α
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
(→Α) |
||
** αγιούτο : βοήθεια (ενετικό)
* Αγκάθια έχει στον κώλο του.
*
* Αγοράζει μα δεν πουλεί. (Παξοί)
* Άγουρος προξενητής για λόγου του κοιτάει. (Παξοί)
|
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
(→Α) |
||
** αγιούτο : βοήθεια (ενετικό)
* Αγκάθια έχει στον κώλο του.
*
* Αγοράζει μα δεν πουλεί. (Παξοί)
* Άγουρος προξενητής για λόγου του κοιτάει. (Παξοί)
|