Θαυμασμός είναι ένα αίσθημα εκτίμησης, επιδοκιμασίας, έγκρισης και σεβασμού απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι σημαντικό.

Αποφθέγματα

επεξεργασία
  • Θαυμασμός, ουσ. Η ευγενική μας αναγνώριση της ομοιότητας κάποιου άλλου σε μας. - Αμβρόσιος Μπιρς, Λεξικό του Διαβόλου
  • Μάλα γὰρ φιλοσόφου τοῦτο τὸ πάθος, τὸ θαυμάζειν. - Πλάτων, Θεαίτητος, 155
    • Δεν υπάρχει αρχή άλλη για τη φιλοσοφία από το θαυμάζειν.
  • Μηδὲν θαυμάζειν. - Πυθαγόρας, Ηθικά Πλούταρχου, «Περὶ τοῦ ἀκούειν»
  • Οι άφρονες θαυμάζουν, αλλά οι φρόνιμοι επιδοκιμάζουν - Αλεξάντερ Πόουπ, Δοκίμιο για την κριτική (1711)
  • Πάντα μας αρέσουν αυτοί που μας θαυμάζουν, αλλά δεν μας αρέσουν πάντα αυτοί τους οποίους θαυμάζουμε. - Λα Ροσφουκό, Maxims (1665)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

επεξεργασία
 
Wiktionary logo
Το Βικιλεξικό έχει λήμμα που είναι σχετικό με τη σελίδα: