Κριθάρι
- Απάντρευτος σαν παντρευτεί δεν πρέπει να χορεύει,
- μόνο σακί στον ώμο του κριθάρι να γυρεύει.
- Γέρο κριθάρι θέριζε και στάρι παλικάρι.[1]
- Έσπειρε σιτάρι κι εφύτρωσε κριθάρι.[1]
- Ή κριθάρι ή τομάρι.[1]
- Το δώρον σου, Νικηταρά,
- άλογον χωρίς ουρά,
- ή μου στέλνεις και κριθάρι
- ή σου στέλνω το τομάρι.[2]
- Σπείρε ρίζι(sic.) νά ριζώσεις και κριθάρι νά φυτρώσεις.
- Το καλό άλογο βγάζει το κριθάρι του.[1]