Γενιά
Γενιά είναι το σύνολο ανθρώπων της ίδιας ηλικίας σε σχέση με τους προγόνους και τους απογόνους του. Αποφθέγματα για τις σχέσεις και τις διαφορές μεταξύ τους.
Αποφθέγματα
επεξεργασία- Δυστυχώς δεν μπορούμε πια να γίνουμε σαν τα παιδιά. Αντ' αυτού πρέπει να φροντίσουμε να γίνουν τα παιδιά σαν και μας [Κέστνερ Έριχ]
- Είναι πια καιρός ν' αρχίσουν τα παιδιά να μυούν τους γονείς τους στα μυστικά της σεξουαλικής ζωής[[Kraus Karl]
- Έλα παππού να σου δείξω τ' αμπέλια σου Ελληνική Παροιμία
- Ενώ οι νέοι αναζητούν την περιπέτεια, οι γέροι λαχταρούν την ασφάλεια [Μαχφούζ Ν.]
- Η εποχή μας είναι δύσκολη για όλους. Οι έφηβοι ζουν στον κόσμο που τρομοκρατείται από εξτρεμιστές, οι ενήλικοι ζουν στον κόσμο που τρομοκρατείται από έφηβους [Όρμπεν Ρ.]
- Κάθε γενεά γελά με την παλαιά μόδα, αλλά ακολουθεί θρησκευτικώς τη νέα Χένρι Ντέιβιντ Θόρω
- Κάθε γενιά λέει ότι θυσιάζει τη ζωή της για τα παιδιά. Τελικά, ποια είναι η γενιά που θα ζήσει επιτέλους
- Ο Οιδίποδας ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γεφύρωσε το χάσμα των γενεών Άγνωστος
- Οι γέροι συνηθίζουν να σκέφτονται πως είναι πάντα πιο έξυπνοι από την γενιά που έρχεται [Μαργαρίτα της Ναβάρας]
- Οι καινούργιες ιδέες, οι νεωτερισμοί δεν αρέσουν στους ηλικιωμένους. Τους αρέσει να πείθονται ότι ο κόσμος δεν βελτιώνεται, αλλά χειροτερεύει επειδή αυτοί έπαψαν να είναι νέοι [Ντε Σταέλ]
- Οι νέοι νομίζουν ότι οι γέροι είναι μωροί, αλλά οι γέροι γνωρίζουν ότι οι νέοι είναι ανόητοι [Χέρμαν]
- Στα δεκατέσσερά μου, ο πατέρας μου ήταν τόσο ανόητος, που δεν τον άντεχα. Στα εικοσιένα μου διαπίστωσα έκπληκτος, πως μέσα σε επτά χρόνια είχε μάθει ένα σωρό πράγματα Μαρκ Τουαίην
- Στην αρχαία Σπάρτη, κατά τις ώρες τις διασκέδασης, οι γέροντες τραγουδούσαν: "Άμμες ποτ' ήμες άλκιμοι νεανίαι" (Εμείς υπήρξαμε κάποτε ρωμαλέοι και ισχυροί νέοι). Οι δε νέοι και ώριμοι άνδρες τραγουδούσαν: "Άμμες δε γ' ειμές, αι δε λης πείραν λάβε" (Εμείς, όμως, είμαστε τώρα, και εάν θέλεις έλα να δοκιμάσεις). Τέλος τα παιδιά και οι έφηβοι τραγουδούσαν: "Άμμες δε γ' εσόμεθα, πολλώ κάρρωνες" (Εμείς, όμως, θα γίνουμε πολύ καλύτεροι) [Σπαρτιατικό γνωμικό / Πλούταρχος]