Αδέλφια

ένα από δύο ή περισσότερα άτομα με έναν ή και τους δύο γονείς κοινούς

Βλέπε και:

  • Αδελφός ανδρί παρείη. (Ο αδελφός μπορεί να βοηθήσει τον αδελφό του.)
  • Με αδελφικό χέρι πρέπει τον αδελφό να τον περιποιούμεθα.
  • Μηδὲ κασιγνήτῳ ἶσον ποιεῖσθαι ἑταῖρον. (Να μην κάνεις τον φίλο σου ίσο με τον αδελφό σου.)
  • Ο αδελφός που βοηθείται από τον αδελφό του, μοιάζει με πόλη οχυρωμένη και απρόσιτη.
  • Όποιος φροντίζει για τον αδελφό του, προνοεί για τον εαυτό του.
  • Όσοι παραμελούν τους αδελφούς των και επιζητούν να κάνουν τους άλλους φίλους, μοιάζουν με εκείνους που αφήνουν ακαλλιέργητο το δικό τους χωράφι και καλλιεργούν ξένο.
  • Συμβίωση μονοιασμένων αδελφών είναι ισχυρότερη από κάθε τείχος.
  • Ως ηδύ γ' εν αδελφοίσιν ομονοίας έρως. (Τι ευχάριστο είναι να ζουν οι αδελφοί σε αρμονία.)
  • Αδελφούλα μου

Γλυκιά μου Αδελφούλα
Αν ένα όνομα είναι το πιο λατρευτό και το πιο αγνό αυτό είναι εσύ