Γύμνια

κατάσταση χωρίς ρούχα
(Ανακατεύθυνση από Γυμνό)

Αποφθέγματα για τη γύμνια και το γυμνό.

  • Εάν ένας ζωγράφος ήθελε να παρουσιάσει την αντίθεση μεταξύ έρωτα και αμαρτίας, την μεν αμαρτία θα την απεικόνιζε ντυμένη άσεμνα, τον δε έρωτα ολόγυμνο.
    • [Σέγκιουρ]
  • Η γυναίκα που πρέπει να γδυθεί για να γίνει σέξι, προφανώς δεν είναι.
  • Καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οὐκ ἠσχύνοντο.
  • Μόνο όταν συνέχεια βλέπεις γυμνό γυναικείο σώμα, αρχίζεις να δίνεις προσοχή στο πρόσωπό της.
  • Ολόγυμνη γυναίκα είναι προστυχιά, το γυμνό όμως είναι τέχνη.
  • Το γυμνό σοκάρει όταν εγγίζει το πορνοθέαμα.
  • Το καθαρό, απόλυτο γυμνό, είναι πιο σεμνό.
    • [Ντάρρελ]
  • Το τελείως γυμνό είναι λιγότερο ερεθιστικό.
    • [Ρομαίν]
Οι γυμνοί Πρωτόπλαστοι

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

επεξεργασία
 
Wiktionary logo
Το Βικιλεξικό έχει λήμμα που είναι σχετικό με τη σελίδα: