Ελληνικές παροιμίες/Τ
- Το ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι.
- Το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, όταν θέλανε να καταδείξουνε άνθρωπο που αναρριχήθηκε από τα χαμηλά.
- Το έλεγε ο Διογένης ο Κυνικός.
- Την ανάγκη ούτε οι θεοί οι ίδιοι μπορούν να την νικήσουν (ρητό του Σιμωνίδη του Κέϊου).
- Τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς
- Τα γηρατειά του αετού διαρκούν όσο η νιότη του σπουργιτιού.
- Το ωραιότερο σάβανο είναι η βασιλεία. Περίφημη φράση της Θεοδώρας στον Ιουστινιανό σε κρίσιμη στιγμή.
- Το λύκο τον βλέπεις, τον τορό (χνάρι) γυρεύεις;
- Τ’ Αγι' Αντωνιού, τ' Αϊ Θανασιού, του βλάχαρου ο Χειμώνας. (Αρκαδία)
- Τ' αγγειά γινήκαν θυμιατά και τα σκατά λιβάνι. Οι βλάχοι γίναν δήμαρχοι κι οι γύφτοι καπετάνιοι.
- Τ’ αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη.
- [ή]: Τ' αμπέλι θέλει αμπελουργό και το καράβι ναύτες
- Τ' αργαστήρι θέλει κουτσό νοικοκύρη.
- Τ' άλογο το πληγωμένο όταν δει τη σέλλα τρέμει.
- Τα βόδια τα δένουν απ' τα κέρατα, τον άνθρωπο απ' το λόγο του.
- Τα γενόμενα ουκ απογίγνονται.
- Τα γέλια θα σου βγουν ξινά.
- Τα δάνεια δούλους τους ελευθέρους ποιεί.
- Τα δικά σου αμπέλια φράζε και τα ξένα μη γυρεύεις.
- Τα είπε χαρτί και καλαμάρι.
- Τα εν οίκω μη εν δήμω.
- Τα ενδοοικογενειακά μην τα κοινολογείς.
- Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.
- Τα ζώα μου αργά.
- Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.
- Τα καλά του Γιάννη θέλουν, μα τον Γιάννη δεν τον θέλουν.
- Τα λεφτά πάνε στα λεφτά.
- Τα λέω της πεθεράς, για να τ' ακούει η νύφη.
- Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.
- Τα λόγια σου με χόρτασαν και το ψωμί σου φάτο.
- Τα μαλώματα οι γύφτοι τα 'χουν για πανηγύρια.
- Τα μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.
- Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους.
- Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος.
- Τα παθήματα μαθήματα.
- Τα παθήματα των πρώτων, γεφύρι των δεύτερων.
- Τα πάχη μου τα κάλλη μου.
- Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
- Τα πολλά πνίγουν τον άντρα και τα λίγα τη γυναίκα.
- Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.
- Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες.
- Τα στερνά τιμούν τα πρώτα.
- Τα στραβά μας παραθύρια τα χρυσά φλουριά τα 'σιάζουν.
- Τα στραβά πουλιά ο Θεός τα κάνει φωλιά (Καβάλα)
- Τα φαινόμενα απατούν.
- Τάζω της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι.
- Τείνω ευήκοον ους.
- Ακούω με ευνοϊκή διάθεση.
- Τέρμα τα δίφραγκα.
- Τέλειωσαν τα ψέματα.
- Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόβεις και Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόβεις.
- Τέτοιος μάστορας, τέτοια τσιράκια.
- Τη βάψαμε
- αρχαία: ἡ ναῦς ἔβαψεν (Ευριπίδου "Ορέστης", στ. 705-707)
- αντίστοιχη μετάφραση: την κάτσαμε τη βάρκα
- αρχαία: ἡ ναῦς ἔβαψεν (Ευριπίδου "Ορέστης", στ. 705-707)
- Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, το προδότη κανείς.
- Την κουνάει την αχλαδιά. (δηλαδή είναι κάποιος γκέι ή λεσβία)
- Της γυναίκας ο καημός: λούσα, πούτσα και χορός.
- Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο νά 'ναι κόρη.
- Της καλομοίρας το παιδί, στους πέντε μήνες κάθεται, στους έξι καλοκάθεται, και στους εφτά και στους οκτώ, τον τοίχο-τοίχο πάει.
- Της κοντής ψωλής οι τριχες της φταίνε.
- Της κακιάς ψωλής, της φταίνε οι τρίχες.
- Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη.
- Της νύχτας τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γελά.
- Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.
- Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
- Τι δε σε νοιάζει μη ρωτάς, ποτέ κακό δεν έχεις.
- Τί δύσκολον; Τὸ ἐαυτὸν γνῶναι. (Θαλής)
- Τί εὔκολον; Τὸ ἄλλῳ ὑποτίθεσθαι. (Θαλής)
- Τι έχεις γέρο που χορεύεις; Δε μ' αφήνουν τα δαιμόνια. (Αρκαδία)
- Τί κοινότατον; Ἐλπίς. Καὶ γὰρ οἳς ἄλλο μηδέν, αὔτη παρέστη. (Θαλής)
- Τί τάχιστον; Νούς. Διὰ παντὸς γὰρ τρέχει. (Θαλής)
- Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα!
- Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια...
- Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω!
- Τι κι αν σε δέρνουν δεκατρείς, αν δε σε δέρνει ο νους σου.
- Τι μικρός διάολος, τι μεγάλος διάολος. Κι οι δυο διαόλοι είναι.
- Τι μπρόκολα τι λάχανα.
- Τι 'ναι ο κάβουρας τι 'ν' το ζουμί του.
- Τι να πεθάνεις χωροφύλακας, τι να πεθάνεις 'νωματάρχης.
- Τι του λείπει του ψωριάρη; Σκούφια με μαργαριτάρι.
- Τι Σαββάτο βράδυ, τι Κυριακή πρωί.
- Τι χοντρό κεφάλι που 'χεις. Με στενεύει η σκούφια σου.
- Το αγκάθι από μικρό αγκυλώνει.
- Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
- Το άδικον ουκ ευλογείται.
- Το άδικο δεν βλογιέται.
- Το αίμα νερό δε γίνεται.
- Το βουβάλι κι αν ξεπέσει πάλι αξίζει ένα βόιδι.
- Το βούρκο σαν πετροβολάς, πηδάει και σε λερώνει.
- Τὸ γὰρ ἡδύ, ἐὰν πολύ, οὐ τι γὲ ἡδύ.
- Το γαρούφαλο είναι μαύρο μα πουλιέται με το δράμι.
- Το γινάτι βγάζει μάτι.
- Το γοργό και χάριν έχει.
- Το γύφτο κάναν βασιλιά κι' αυτός γύρευε ρείκια.
- Το γυαλί κι η τύχη εύκολα τσακίζονται.
- Τὸ δὶς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ.
- Το ένα γαιδούρι θέλει ενάμισι.
- Το έξυπνο πουλί από την μύτη πιάνεται.
- Το έξυπνο πουλί πιάνεται από τα τέσσερα. (Αρκαδία)
- Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.
- Το καλό το αρνί, από δυο μάνες γεννιέται.
- Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
- Το καλό το σύκο το τρώει η κουρούνα.
- Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.
- Το λίγο σκατό μαγαρίζει το πολύ φαί.
- Το μαγκούφι το κρασί, την καρδούλα μου τη σείει. (Αρκαδία)
- Το Μάρτη ξύλα φύλαε μεν κάψεις τα απλούτζια.
- Το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια.
- Το μασταπά τον έσπασες, κρασί τι μου γυρεύεις;
- Το μεγάλο το καράβι θέλει και βαθιά νερά.
- Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό.
- Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
- Το μήλο κάτω απ' την μηλιά θα πέσει.
- Το μοναστήρι να 'ν' καλά (κι από καλογέρους βρίσκεις).
- Το μουνί και το χταπόδι, με το χτύπημα απλώνει.
- Το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει.
- Το μουνί σέρνει καράβι.
- Σαν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει.
- Το μυαλό το σπείρανε κι όσοι προλάβαν πήρανε.
- Το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο.
- Το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο μουντζώνουνε.
- Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη φύτευε καταβολάδες.
- Το πάθημα να σου γίνει μάθημα.
- Το πάθος (γίνεται) μάθος.
- Το σκυλί, όπου τρώει, εκεί και γαβγίζει.
- Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει. (Αρκαδία)
- Τον ακάλεστο στο γάμο, από κάτω από τον πάγκο.
- Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς.
- Τον γάιδαρο, όσο και να τον στολίσεις, άλογο δεν γίνεται.
- Τον καβαλλάρη μην τον λυπάσαι που κρέμονται τα ποδάρια του.
- Τον κώλο βάζεις μάγειρα, σκατά σου μαγειρεύει.
- Τον στραβό τον λέλεκα ο Θεός τον κάνει φωλιά.
- Τον σκύλο αν τον στείλεις με το ζόρι στα πρόβατα στο λύκο θα τα τα ταϊσει.
- Τον σκύλο κάνε σύντεχνο και το ραβδί σου βάστα.
- Τον Τούρκο φίλευε και τη γυναίκα σου φύλαγε.
- Τον Τούρκο φίλεψέ τον, τον κώλο σου φύλαξέ τον.
- Τον τσίμπησε η μύγα τσε-τσε. (Είναι συγχισμένος/τσαντισμένος)
- Τον φτωχό και τον χωριάτη, ξένη έγνοια τους γερνάει.
- Το δικό μου το καρφί το βλέπεις, το δικό σου το παλούκι δεν το βλέπεις;
- Το καινούργιο σπίτι, τον πρώτο χρόνο τ' οχτρού σου, τον δεύτερο του δικού σου και τον τρίτο του λόγου σου. (Κεφαλονίτικη)
- Το καλό αρνί δυο μάνες βυζαίνει. (Βυζαντινή παροιμία)
- Το μη χείρον βέλτιστον.
- Το μουρλό και τον φτωχό ξένες έννοιες τον τρώνε.
- Το ντέφι κι' η Αποκριά είναι του πούστη η χαρά.
- Το ξένο είναι πιο γλυκό.
- Το ξέρει ο Αχμέτ, ο Μεχμέτ, και ο κόσμος όλος.
- Το ξύλο βγηκε από τον παράδεισο.
- Το παιδί σου πάντρεψες; Γείτονα το 'καμες. Κι όχι καλογείτονα, αλλά κακογείτονα.
- Τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον.
- Το πολύ το κυρ' ελέησον το βαριέται κι ο παπάς.
- Το πολύ το κυρ' ελέησον, το βαριέται κι ο Θεός.
- Το σίδερο, όσο είναι ζεστό το χτυπούν.
- Το σίδερο στη βράση κολλάει.
- Στη βράση κολλάει το σίδερο.
- Το σκοινί το μαλακό, τρώει την πέτρα την ξερή.
- Το στανιό και τη βία ο θεός τα 'δωσε.
- Το στόμα σου γάλα μυρίζει ακόμα.
- Το φτηνό είν' κι ακριβό.
- Το φτηνό το κρέας το τρών' οι σκύλοι.
- Το φτωχό και το χωριάτη, ξένοι πόνοι τον γερνάνε.
- Το χωριό καιγότανε κι η νύφη στολιζότανε.
- Ο κόσμος καίγεται κι οι πουτάνες λούζονται.
- Το ψάρι βρωμάει απ΄ το κεφάλι.
- Το ψέμα είναι το αλάτι της αλήθειας.
- Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια.
- Το ψηλό δέντρο το χτυπούν οι κεραυνοί.
- Πετάνε πέτρες στα δένδρα που έχουν καρπούς
- Τον πλούτον πολλοί εμίσησαν, την δόξαν ουδείς.
- Του ακαμάτη το μεροκάματο είναι ακριβό.
- Του ακαμάτη το τσουκάλι ο Θεός το μαγειρεύει.
- Του Απρίλη η βροχή κάθε στάλα και φλουρί.
- Του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει.
- Του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να 'ναι μέρα.
- Του έταξε λαγούς με πετραχήλια.
- Του κουτσοδόντη παξιμάδι του τυχαίνει.
- Του κώλου τα εννιάμερα.
- Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε μήνες δεν ξεβάφει.
- Του παπά η κοιλιά είν' αμπάρι κι όπου πάει θε να πάρει.
- Του τρυγητή, του αμπελουργού, πάνε χαλάλι οι κόποι.
- Του φτωχού η κοιλία όταν γομούτε η ψωλίατ' σκούτε. (Ποντιακή)
- Του χοίρου το μαλλί δε γίνεται μετάξι.
- Τραβάτε με κι ας κλαίω.
- Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.
- Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο.
- Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, πέντε το λαδόξυδο.
- Τρελός παπάς τον βάφτισε.
- Τρελός ράφτης, μακριά κλωστή.
- Τρεχάτε ποδαράκια μου, να μη σας χέσει ο κώλος.
- Τροχός τ' ανθρώπινα.
- Τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
- Τσάμπα ξύδι, γλυκό σα μέλι.
- Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
- Τώρα που βρήκαμε παπά άς θάψουμε πέντ' έξι.
- Τώρα που ζω, θέλω να γδω τα πιθυμάω κι ορίζω, κι άμα, σα φύγω να με κλαίς, χάρη δε στο γνωρίζω.
- Τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα!